-
1 προσαποβάλλω
A throw away or lose besides, αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα f.l. for προσαπολεῖς in Ar.Nu. 1256;τὰ προϋπάρχοντα χρήματα καὶ τὸ πνεῦμα Plb.33.5.4
;τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι Plu.Nic.5
;τὰ ὄντα X.Mem.3.6.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαποβάλλω
См. также в других словарях:
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek